- περικόχλιον
- περικόχλιονfemale screwneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περικοχλίοις — περικόχλιον female screw neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικοχλίου — περικόχλιον female screw neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικοχλίῳ — περικόχλιον female screw neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικόχλιο — το / περικόχλιον, ΝΑ εξάρτημα πρισματικό ή κυλινδρικό, μεταλλικό συνήθως, που φέρει εσωτερικό σπείρωμα και κοχλιώνεται σε στέλεχος που φέρει εξωτερικό σπείρωμα αντίστοιχων χαρακτηριστικών, κν. παξιμάδι νεοελλ. τεχνολ. 1. «περικόχλια σύσφιγξης»… … Dictionary of Greek